ληπτά

ληπτά
ληπτός
to be apprehended
neut nom/voc/acc pl
ληπτά̱ , ληπτός
to be apprehended
fem nom/voc/acc dual
ληπτά̱ , ληπτός
to be apprehended
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ληπτάς — ληπτά̱ς , ληπτός to be apprehended fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληπτός — ληπτός, ή, όν (AM) αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν αποδεχθεί, αποδεκτός 3 …   Dictionary of Greek

  • άληπτος — ἄληπτος, ον (Α) [λαμβάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν νικήσει ή να τόν πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος 2. ακατάληπτος, ακατανόητος 3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”